- ἐμβαλόντες
- ἐμβάλλωthrow inaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PRIMUS — I. PRIMUS Episcopus, Alexandrinus A. C. 10. II. PRIMUS Vide suprâ Primas, et infra Princeps. III. PRIMUS apud Suidam, Πρίμος καὶ Κερεάλιος ἐις τὴν Ρ´ωμαίαν εἰσέβαλον, πρῶτον μὲν ἐις λάρνακας μετα τȏυ νεκρῶν δἰ ἀγγέλων τινῶν καὶ ἐις ἀῥῥίχους… … Hofmann J. Lexicon universale
εία — εἶα (Α) (επιφώνημα παρακελευσματικό) 1. έλα λοιπόν, εμπρός 2. με άλλα μόρια (π.χ. «εἶα δή» έλα λοιπόν) 3. με το ου σε ερώτηση ισοδυναμεί με προσταγή («οὐκ εἶα πώλοις ἐμβαλόντες ἠνίας... δραμεῑσθε», Ευρ.) … Dictionary of Greek
επίκωμος — ἐπίκωμος, ον (Α) 1. αυτός που μετέχει σε κώμο («εἰς οἰκίαν πενθοῡσαν ἐμβαλόντες ἐπίκωμοι μεθύοντες», Πλούτ.) 2. ο κωμαστής, αυτός που τραγουδάει για την αγαπημένη του μαζί με άλλους μετά από πιοτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κώμος «εύθυμη συντροφιά»] … Dictionary of Greek
κληματίδα — Βλ. λ. αγράμπελη. * * * η (AM κληματίς, ίδος) 1. μικρός κλάδος κλήματος αμπέλου, κληματόβεργα, κληματσίδα 2. κάθε φυτό κληματώδες και αναρριχητικό, όπως η άμπελος, ο κισσός, το αγιόκλημα κ.λπ. νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek
λοιδορία — η (AM λοιδορία) [λοιδορώ] ύβρη, κακολογία, χλευασμός, ονειδισμός («τὸ πρᾱγμ εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν ἐμβαλόντες», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
στόμιο — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (60 κάτ., υψόμ. 520 μ.) στην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (7 τ. χλμ., 60 κάτ.). 2. Παράλιος οικισμός (359 κάτ., υψόμ. 10 μ.), στην επαρχία Κορινθίας του… … Dictionary of Greek